- κλεμμάδιον
- κλεμμάδιοςstolenmasc acc sgκλεμμάδιοςstolenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεμμάδιος — κλεμμάδιος, ία, ον (Α) κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ άδιος] … Dictionary of Greek